Ως βλεφαρόπτωση ορίζεται εκείνη η θέση του κατώτατου ορίου του άνω βλεφάρου, η οποία βρίσκεται ουραία του κατώτερου φυσιολογικού (φυσιολογικά το άνω βλέφαρο βρίσκεται στο όριο της ίριδας ή ελάχιστα κάτω από αυτή).

Σημειώνονται πλήθος αιτιολογικών παραγόντων που την προκαλούν είτε συγγενώς είτε επίκτητα, νευρογενούς, μυογενούς, δερματικής φύσεως και επισημαίνεται ότι από τη διαφοροδιάγνωση προ της αποκατάστασης θα πρέπει να αποκλείονται ογκολογικοί αιτιολογικοί παράγοντες ή διαμαρτίες κατά την διάπλαση του οφθαλμικού κόγχου οι οποίες χρήζουν διαφορετικού χειρισμού. 

Κατά την επέμβαση αποκατάστασης διορθώνεται το εύρος κατά το οποίο επικαλύπτεται το άνω όριο της ίριδας από το άνω βλέφαρο.

Είναι ιδιαίτερα σημαντική προεγχειρητικά η εξακρίβωση των αιτιών της πτώσης, η ετερόπλευρη ή αμφοτερόπλευρη εντόπιση καθώς και η οφθαλμολογική εκτίμηση, ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Ενδείκνυται η χρήση τοπικής αναισθησίας, ώστε να είναι δυνατή η συνεργασία με τον ασθενή για τον καθορισμό της τελικής θέσης του κατώτερου ορίου του άνω βλεφάρου.